λώλον

λώλον
λῶλον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «βρῶμα ἐκ γιγάρτων καὶ σύκων γενόμενον, παιδίοις πεφωσμένον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας που δηλώνει την τροφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λωλώ — (I) λωλώ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅταν σῡκα μετά γιγάρτων φωσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τον τ. λῶλον*]. (II) λωλῶ (Α) [λώλον] (κατά τον Ζωναρά) «σῡκον μετά γιγάρτων κόπτω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”